-
1 έκδοση
[-ις (-εως)] η1) выдача (документа и т. п.);έκδοση είσιτηρίων (διαβατηρίου) — выдача билетов (паспорта);
έκδοση γραμματίου ( — или συναλλαγματικής) — выдача векселя;
2) выпуск;έκδοση χαρτονομισμάτων (γραμματοσήμων) — выпуск денег (марок);
3) опубликование; издание (тж. книга);έκδοση διατάγματος — издание указа;
έκδοση του λεξικού (τού περιοδικού) — издание словаря (журнала);
πολυτελής έκδοση — роскошное издание;
4) выдача (преступника и т. п.);5) вынесение, объявление (решения) -
2 выпуск
выпуск м 1) (продукции ) η παραγωγή 2) (в свет) η έκδο ση \выпуск марок η έκδοση γραμματοσήμων 3) (часть издания ) το τεύχος экстренный \выпуск η έκτακτη έκδοση 4) (учащихся) οι απόφοιτοι (μιας χρονιάς), η σειρά, η τάξη* * *м1) ( продукции) η παραγωγή2) ( в свет) η έκδοσηвы́пуск ма́рок — η έκδοση γραμματοσήμων
3) ( часть издания) το τεύχοςэ́кстренный вы́пуск — η έκτακτη έκδοση
4) ( учащихся) οι απόφοιτοι (μιας χρονιάς), η σειρά, η τάξη
См. также в других словарях:
έκδοση — η 1. η σύλληψη και παράδοση αλλοδαπού εγκληματία στις καταδιωκτικές αρχές της πατρίδας του: Έγινε η έκδοση στη Γαλλία του μεγάλου Γάλλου καταχραστή. 2. εκτύπωση και δημοσίευση έργου (βιβλίου, περιοδικού, εφημερίδας κτλ.) καθώς και το σύνολο των… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Τουβάλου — Συγκρότημα νησιών της Ωκεανίας στο νότιο Ειρηνικό ωκεανό.Tα νησιά Tουβάλου (πρώην Έλις) περιλαμβάνουν τις ατόλλες (κοραλλιογενή νησιά) Nανουμέα, Nανουμάνγκα, Nιουτάο, Nούι, Bαϊτούπου, Nουκουφετάου, Φουναφούτι, Nουκουλαελάε και Nιουλακίτα,… … Dictionary of Greek
Μουσείο Σύγχρονων Ολυμπιακών Αγώνων (Ολυμπίας) — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1961, από το φίλαθλο και φιλότεχνο Γεώργιο Παπαστεφάνου Προβατάκι (1890 1978). Μέχρι το 1972 ονομαζόταν Αθλοφιλοτεχνικό Ολυμπιακό Μουσείο και στεγαζόταν στο κτίριο όπου παλαιότερα λειτουργούσε το δημοτικό σχολείο της… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
κατάλογος — Πίνακας, καταγραφή, απαρίθμηση μιας κατηγορίας αντικειμένων, σύμφωνα με καθορισμένη σειρά, συνήθως αλφαβητική. Ο όρος κ. στην κλασική αρχαιότητα σήμαινε ακριβώς μια κατάσταση αντικειμένων ή προσώπων που είχε συνταχθεί με βάση μια συγκεκριμένη… … Dictionary of Greek